Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἔργα μετάτροπα

См. также в других словарях:

  • μετάτροπος — μετάτροπος, ον (Α) [μετατρέπω] 1. αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, αυτός που επιστρέφει («μετάτροποι πνέουσιν αὖραι», Ευρ.) 2. αυτός που στρέφεται προς κάτι ή γύρω από κάτι (α. «δαίμων μετάτροπος ἐπ ἐμοί», Αισχύλ. β. «ἔργα μετάτροπα» πράξεις που …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»